Δέσποινα Παντευλόγητε

Ο ύμνος «Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε» είναι ένας μη λειτουργικός ύμνος, που συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης τον 19ο αιώνα , κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών.

Ψάλλουν : π. Σπυρίδων Ταλάρης, Ιερός Ναός Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού

Προσευχή – Ύμνος του Αγ. Νεκταρίου προς την Παναγία

Δέσποινα Παντευλόγητε, Ὑπέραγνε Παρθένε, Παράδεισε Πανθαύμαστε, Κῆπε Καλλωπισμένε. Σέ δυσωπῶ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τό νοῦν μου, κατεύθυνον τάς σκέψεις μου, φώτισον τήν ψυχήν μου. Κόρη με ποίησον ἀγνόν, πρᾶον, σεμνόν, ἀνδρεῖον, ἡσύχιον καί κόσμιον, εὐθύν, ὅσιον θεῖον, ἐπιεικῆ, μακρόθυμον, τῶν ἀρετῶν δοχεῖον, ἄμεμπτον, ἀνεπίληπτον, τῶν ἀγαθῶν ταμεῖον. Δός μοι σοφίαν, σύνεσιν καί μετριοφροσύνην, φρόνησιν καί ἁπλότητα καί ταπεινοφροσύνην. Δός μοι νηφαλιότητα, ὄμμα πεφωτισμένον, διάνοιαν ὁλόφωτον, πνεῦμα ἐξηγνισμένον. Ἀπέλασον τήν οἴησιν, τήν ὑπερηφανίαν, τόν τύφον, τήν φυσίωσιν καί τήν ἀλαζονείαν, τήν ὕβριν, τό ἀγέρωχον, τήν ὑψηλοφροσύνην, γλῶσσα μεγαλορρήμονα, ἰσχυρογνωμοσύνην. Τήν ἀστασίαν τήν φρικτήν, τήν περιττολογίαν, τήν πονηρίαν τήν πολλήν, καί τήν αἰσχρολογίαν. Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, τήν ἠθικήν ἀνδρείαν, τό θάρρος, τήν εὐστάθειαν, δός μοι τήν καρτερίαν. Δός μοι τήν αὐταπάρνησιν, τήν ἀφιλαργυρίαν, ζῆλον μετ’ ἐπιγνώσεως καί ἀμνησικακίαν. Δός μοι ἀκεραιότητα, εὐγένειαν καρδίας, πνεῦμα εὐθές, εἰρηνικόν, καί πνεῦμα ἀληθείας. Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τά πάθη τῆς καρδίας, τά πολυώνυμα, Ἀγνή, τῆς ἠθικῆς δειλίας. Τήν ἀνανδρείαν τήν αἰσχράν, τό θάρρος, τήν δειλίαν, τήν ἀτολμίαν τήν δεινήν καί τήν ἀπελπισίαν. Ἄρον μοι, Κόρη, τόν θυμόν καί πᾶσαν ραθυμίαν, τήν ἀθυμία, τήν ὀργήν, ὡς καί τήν ὀκνηρίαν. Τόν φθόνον, τήν ἐμπάθειαν, τό μίσος, τήν κακίαν, τήν μήνιν, τήν ἐκδίκησιν καί τήν μνησικακίαν. Τήν ἔριδα τήν εὐτελῆ καί τήν πολυλογίαν, τήν γλωσσαλγίαν τήν δεινήν καί τήν βωμολοχίαν. Δός μοι, Παρθένε, αἴσθησιν, δός μοι εὐαισθησίαν. Δός μοι συναίσθησιν πολλήν καί εὐσυνειδησίαν. Δός μοι, Παρθένε, τήν χαράν Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Δός μοι εἰρήνην τῇ ψυχῇ, εἰρήνην τοῦ Κυρίου. Δός μοι ἀγάπην, ἔρωτα θεῖον, ἐξηγνισμένον, πολύν, θερμόν καί καθαρόν καί ἐξηγιασμένον. Δός πίστιν ζῶσαν, ἐνεργόν, θερμήν, ἀγνήν, ἁγίαν, ἐλπίδα ἀδιάσειστον, βεβαίαν καί ὁσίαν. Ἄρον ἀπ’ ἐμοῦ, Παρθένε, τόν κλοιόν τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀμέλειαν, τήν μέθην, τήν ἀνελεημοσύνην, τά κακάς ἐπιθυμίας, τήν δεινήν ἀκολασίαν, γέλωτας τῆς ἀσελγείας καί τήν πᾶσαν κακουργίαν. Σωφροσύνην δός μοι, Κόρη, δός ἐγκράτειαν, νηστείαν, προσοχήν καί ἀγρυπνίαν καί ὑπακοήν τελείαν. Δός μοι προσοχήν ἐν πᾶσι καί διάκρισιν ὀξείαν, σιωπήν καί εὐκοσμίαν, καί ὑπομονήν ὁσίαν. Ἐπιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, πρός ἐργασίαν, πρός τελείωσιν καί ζῆλον ἀρετῶν πρός γυμνασίαν. Τήν ψυχήν μου, τήν καρδίαν καί τόν νοῦ μου, Παναγία, τήρει ἐν ἁγιωσύνῃ, φύλαττε ἐν παρθενίᾳ. Παναγία μου σ ευχαριστώ !

O Παράδεισος της Ψαλτικής Τέχνης

Σκέψεις προς τους αδελφούς ιεροψάλτες

Γράφει ο Ιάσων Ιερομ.

Πίσω απ’ το τάλαντο της Ψαλτικής κρύβεται ο Παράδεισος. Έλεγεν ένας παλαιός παπάς «από το πως ψάλλεις, φαίνεται πόσον αγώνα πνευματικό κάνεις».


Κι είναι αλήθεια. Στο διακόνημα της Ψαλτικής κρύβεται ένας παράδεισος του οποίου η κατάκτηση δε κρίνεται από το τάλαντο που χάρισεν ο Θεός στον ψάλλοντα, μα από τον τρόπο διαχείρισης του ταλάντου από τον Ιεροψάλτη.
Διαχείριση του ταλάντου, πρώτα απ’ όλα σημαίνει αναζήτηση της σχέσης του Ιεροψάλτη με τον Θεό κι έπειτα με την ίδια την τέχνη της Μουσικής. Άλλωστε, αν κάποιος ψάλλει επαγγελματικά και μόνο, χωρίς ν’ αναζητά τον Θεό, αυτό αργά η γρήγορα γίνεται κατανοητό. Ας ψηλώνει το αναλόγιο…
Έπειτα, η σχέση του ψάλτη με την ίδια την τέχνη της μουσικής και μάλιστα, όχι μόνο με την βυζαντινή μουσική αποκλειστικά, αλλά την εν γένει, ως οδό έκφρασης και επικοινωνίας.
Άλλωστε, τίποτε δε γεννήθηκε από μόνο του, τουλάχιστον από τότε που άρχισαν οι άνθρωποι να φτιάχνουν τις πρώτες κοινωνίες και σιγά σιγά να επινοούν τη γραφή.Ο Ιεροψάλτης μετέχει της Τέχνης. Δεν είναι εκτελεστής αλλά μυσταγωγούμενος εν Εκκλησία,εκφράζει τον αγώνα του για την υπέρβαση από την φθαρτότητα του κόσμου. Τι ευλογημένη αντίθεση! Ένα προϊόν πολιτισμού, όπως η Μουσική, λιβανίζεται μες την εκκλησιά της Ανάστασης.Μέσα σ’ αυτήν γίνεται δοξολογία, ικεσία, και μετάνοια.

Σε μια συναυλία βυζαντινής μουσικής θα θαυμάσει κανείς την τεχνική μιας χορωδίας και τις δυνατότητές της. Πράγμα σπουδαίο μα… βυζαντινή μουσική χωρίς ακολουθία, χωρίς λιβάνι, χωρίς Θεία Λειτουργία δεν θα μπορέσει ποτέ στ’ αλήθεια να υπάρξει.
Όπως αναζητά τον Θεό στη ζωή του, ο Ιεροψάλτης θα Τονε αναζητήσει και πάνω στο ψαλτήρι. Μας παρέδωσαν οι πατέρες μας ταπεινούς ψαλτάδες και δασκάλους. Ψαλτάδες που όταν έψαλλαν κοίταζαν μονάχα το βιβλίο καθ΄ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας.
Δε γύριζαν το κεφάλι, μετά από ένα επιβλητικό «Κύριε Ελέησον», να δουν τη συγκίνηση και τον θαυμασμό του κόσμου ώστε να φορτίσουν τις εγωιστικές τους μπαταρίες. Δε μειδιούσαν όταν ο αριστερός τους έκανε κάποιο λάθος κι ούτε το σχολίαζαν περιπαικτικά στον Δομέστικο.
Ο Χριστός κι η μουσική, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Καμιά φορά βλέπεις στ’ αναλόγια ένα μικρό χάρτινο εικονάκι καρφιτσωμένο πάνω- πάνω: υπάρχουν ψάλτες που κοιτάζουν, σ’ όλη την ακολουθία, βιβλίο κι εικονάκι. Κι η προσευχή του ψάλτη ταξιδεύει στο εκκλησίασμα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!

Οι τρεις παίδες στο φλεγόμενο καμίνι έψαλλαν μ’ ένα στόμα στον Σωτήρα τους Θεό. Δε κοίταζε κανείς απ’ τους τρεις προφήτες ν’ ακουστεί περισσότερο. Έτσι και στο Ψαλτήρι: η φωνή του Πρωτοψάλτη είναι σα την Φωνή του Θεού πάνω στα ύδατα, που συνταιριάζει όλες τις άλλες φωνές κι ακούγονται σα να ‘ναι μία.
Οι ισοκράτες διαιωνίζουν τη φωνή του Πρωτοψάλτη, δίδοντας προοπτική στον ήχο κι όχι υπερβαίνοντας τον λόγο.
 Το ψαλτήρι λοιπόν δεν είναι τόπος επίδειξης αλλά διδασκαλίας και καλλιέργειας των ταλάντων που δόθηκαν απ’ τον Θεό.
Έτσι, καταλήγουμε, ότι στην Αγία μας Εκκλησία δε λέμε «τραγουδάκια»! Πόσο μάλλον όταν ψάλλουμε στον Θεό τροπάρια, τα οποία προέρχονται απ’ τα ασκητικά κελιά των βυζαντινών μοναχών.
Ο λόγος της βυζαντινής μας υμνολογίας είναι βιωματικός και όχι συναισθηματικός. Ο Ιεροψάλτης δε προσπαθεί να συγκινήσει κάποιο ακροατήριο αλλά να συνεπάρει στα ανείπωτα των Εσχάτων τον λαό του Θεού. Έναν λαό, ο οποίος δεν απαρτίζει κάποιο ακροατήριο αλλά συμμετέχει -και μάλιστα ενεργά- στην τέλεση του Μυστηρίου.Όλες οι ιερές τέχνες που μας άφησαν οι πατέρες μας δεν έχουν χαρακτήρα διδακτικό μονάχα για τον λαό, τον αποδέκτη δηλαδή της τέχνης, αλλά και για τον εκφραστή της.
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο Ιεροψάλτης είναι να κάνει υπακοή στο συλλογικό βίωμα της Εκκλησίας.
Το «Τυπικό», δηλαδή οι κανόνες σχετικά με το τι ψάλλεται και πότε, έχει βαθιά ποιμαντικό χαρακτήρα.
Η Εκκλησία δεν καθαιρεί την προσωπική έκφραση του καθένα αλλά την εντάσσει στο διακόνημά της στον κόσμο που δεν είναι άλλο από την Σωτηρία του, με την βυζαντινή μας μουσική ν’ αποτελεί ένα από τα χρησιμότερα πνευματικά εργαλεία στον ευαγγελισμό του κόσμου.

Πηγή: Ρομφέα